- Συροφοῖνιξ
- Σῠρο-φοῖνιξ, ῑκος, ὁ,A Syro-Phoenician, Luc.Deor.Conc.4, cf. Juv.8.159:—fem. [suff] Σῠρο-φοίνισσα, Ev.Marc.7.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συροφοίνιξ — οίνικος, ὁ, θηλ. συροφοίνισσα και συροφοινίκισσα, ΜΑ αυτός που κατάγεται από τη Φοινίκη τής Συρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Φοῖνιξ] … Dictionary of Greek
Συροφοινίσσαις — Συροφοῑνίσσαις , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοινίσσης — Συροφοῑνίσσης , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνικες — Συροφοί̱νικες , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνικος — Συροφοί̱νικος , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνισσα — Συροφοί̱νισσα , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνισσαν — Συροφοί̱νισσαν , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)